θυραυλέω

From LSJ
Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλέω Medium diacritics: θυραυλέω Low diacritics: θυραυλέω Capitals: ΘΥΡΑΥΛΕΩ
Transliteration A: thyrauléō Transliteration B: thyrauleō Transliteration C: thyravleo Beta Code: quraule/w

English (LSJ)

(αὐλή)

   A live in the open air, camp out, Pl.Plt.272a,Lg. 695a, X.Oec.7.30, Isoc.6.76, etc.; esp. in war, keep the field, Arist.Pol. 1319a24, D.H.9.15, Plu.Caes.17, etc.    II wait at another's door, of visitors, POxy.471.72 (ii A.D.); freq. of lovers waiting on their mistresses, Plu.2.759b, Ph.1.306, etc.; ὁ θυραυλῶν Ἔρως Plot.6.5.10.

German (Pape)

[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien, im Felde verweilen, liegen, Tim. lex. Plat. ἔξω τῶν θυρῶν αὐλίζεσθαι καὶ ἀναστρέφεσθαι; bes. von Soldaten; δυναμένους θυραυλεῖν καὶ ἀγρυπνεῖν Plat. Legg. III, 695 a; γυμνοὶ δὲ καὶ ἄστρωτοι θυραυλοῦντες τὰ πολλὰ ἐνέμοντο Polit. 272 a; Xen. Oec. 7, 30 setzt μένειν ἔνδον entgegen. Vgl. noch Arist. pol. 6, 4 Plut. Ant. 40 D. Hal. 9, 15. Bes. auch vor der Thür der Geliebten die Nacht zubringen, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 145.

Greek (Liddell-Scott)

θῠραυλέω: ζῶ εἰς τὸ ὕπαιθρον, διατρίβω ἐκτὸς τῆς οἰκίας εἰς ἀνοικτὸν τόπον, Πλάτ. Πολιτ. 272Α, Νόμ.. 695Α, Ξεν. Οἰκ. 7, 30, Ἰσοκρ. 132Α, κτλ.· ἰδίως ἐν πολέμῳ, ζῶ ἐν στρατοπέδῳ, Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11. Πλούτ. Καίσαρι 17, κτλ. ΙΙ. αὐλίζομαιπεριμένω παρὰ τὴν θύραν τινός, ἐπὶ ἐραστῶν ἀναμενόντων τὰς ἐρωμένας αὐτῶν, Πλούτ. 2. 759Β, Φίλων 1. 306, κτλ.· ἴδε πλείονα παρὰ Ruhnk. εἰς Τίμ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 passer la nuit à la porte de qqn;
2 camper ou coucher en plein air en parl. de troupes;
3 p. ext. vivre en plein air, rester sur sa porte (à ne rien dire, à bavarder, etc.).
Étymologie: θύραυλος.

Greek Monotonic

θῠραυλέω: μέλ. -ήσω, ζω στο ύπαιθρο, διαμένω σε ανοιχτό χώρο, κατασκηνώνω, κ.λπ.· στον πόλεμο, ζω σε στρατόπεδο, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θῠραυλέω: 1) находиться вне (закрытого) помещения, быть в поле, жить на открытом воздухе (θ. καὶ πλανᾶσθαι Isocr.): γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι θυραυλοῦντες Plat. (первобытные люди), нагие и бесприютные, жившие под открытым небом;
2) воен. стоять под открытым небом (θ. καὶ ἀγρυπνεῖν Plat.; ἔξω τῆς Ἰταλίας Plut.);
3) проводить ночь у чужих дверей, томиться у входа (νύκτωρ Plut.).