ἰλλάς

From LSJ
Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλλάς Medium diacritics: ἰλλάς Low diacritics: ιλλάς Capitals: ΙΛΛΑΣ
Transliteration A: illás Transliteration B: illas Transliteration C: illas Beta Code: i)lla/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω)

   A rope, band, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν . . δήσαντες ἄγουσιν Il.13.572.    II as Adj., close-packed, herding together, of cattle, ἰλλάδες γοναί S.Fr.70, E.Fr.837.    III = Ἰλιάς 111, Ath.2.65a, Eust.947.8.

German (Pape)

[Seite 1251] άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber ἰλιάς steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλάς: -άδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω) ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος δεσμός, σχοινίον ἐξ ἱμάντων, βοῦς, ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι... δήσαντες ἄγουσιν Ἰλ. Ν. 572· πρβλ. ἐλλεδανός. ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς, ἣν ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 834) καὶ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 73) (μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς), οἱ Γραμμ. φαίνεται ὅτι ἐξέλαβον τὸ ἰλλάδας ὡς ἐπίθ., ὁμοῦ συνηγμένας, ἀγελαίας, πρβλ. ἰλλάζω. ΙΙΙ. ἴδε Ἰλιὰς ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
lien tordu, corde, lacet.
Étymologie: ἴλλω.

English (Autenrieth)

άδος (εἴλω): pl., twisted cords, Il. 13.572†.

Greek Monolingual

ἰλλάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) ίλλω
είδος πτηνού
αρχ.
1. σχοινί, λουρί
2. (φρ. «ἰλλάδας γονάς» — ζώα που βόσκουν κατά αγέλες.

Greek Monotonic

ἰλλάς: -άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), σχοινί από ιμάντες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰλλάς: άδος ἡ
1) крученая веревка, бечева: βοῦς, τόν τε βουκόλοι ἄνδρες, ἰλλάσιν δήσαντες, ἄγουσιν Hom. вол, которого пастухи, связав веревками, ведут;
2) Arst. v. l. = ἰλιάς.