κερκίζω
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
A separate the web with the κερκίς, Pl.Cra.388b, Sph.226b; εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταί Arist.Pol.1253b37.
German (Pape)
[Seite 1424] mit dem Weberschiffe das Gewebe festschlagen, weben; Plat. Cratyl. 387 e Soph. 226 b; αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον Arist. pol. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κερκίζω: κάμνω τὸ ὕφασμα πυκνὸν διὰ τῆς κερκίδος, Πλάτ. Κρατ. 387Ε, Σοφιστ. 226Β· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς κερκίδος ὡς ἐνεργούσης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
tisser avec la navette.
Étymologie: κερκίς.
Greek Monolingual
κερκίζω (Α) κερκίς
1. υφαίνω με την κερκίδα
2. κάνω το ύφασμα πυκνό, κρουστό με την κερκίδα.
Greek Monotonic
κερκίζω: κάνω το ύφασμα πυκνό με την κερκίδα, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερκίζω [κερκίς] weven.