λαχνόομαι
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
Pass.,
A grow hairy or downy, of a youth's chin, Sol.27.6, AP12.178 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 20] rauch, haarig, wollig werden; γένειον Solon 14, 6; Strat. 20 (XII, 178).
Greek Monotonic
λαχνόομαι: Παθ., γίνομαι χνουδωτός, αποκτώ χνούδι, λέγεται για το σαγόνι νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λαχνόομαι: покрываться пухом: νυκτὶ λ. Anth. покрываться ночной тьмой.