οὐδαμόσε

From LSJ
Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμόσε Medium diacritics: οὐδαμόσε Low diacritics: ουδαμόσε Capitals: ΟΥΔΑΜΟΣΕ
Transliteration A: oudamóse Transliteration B: oudamose Transliteration C: oudamose Beta Code: ou)damo/se

English (LSJ)

Adv. of οὐδαμός,

   A = οὐδαμοῖ, Th.5.49, Pl.Phd.108a, 109a, D.43.74.

German (Pape)

[Seite 408] dem πόσε entsprechend, nirgends hin, nach keinem Orte hin; κληθῆναι, Plat. Phaed. 109 ai Soph. 250 c, öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμόσε: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, = οὐδαμοῖ, Θουκ. 5. 49, Πλάτ. Φαίδων 108Α, 109Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός, -σε.

Greek Monolingual

οὐδαμόσε (Α)
επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδαμό-σε)].

Greek Monotonic

οὐδᾰμόσε: επίρρ. του οὐδαμός = οὐδαμοῖ, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οὐδᾰμόσε: adv. ни в какую сторону, никуда (κλιθῆναι Plat.; ὅπλα ἐπενεγκεῖν Thuc.).