ὀξύγαλα

From LSJ
Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠγᾰλα Medium diacritics: ὀξύγαλα Low diacritics: οξύγαλα Capitals: ΟΞΥΓΑΛΑ
Transliteration A: oxýgala Transliteration B: oxygala Transliteration C: oksygala Beta Code: o)cu/gala

English (LSJ)

ακτος, τό,

   A sour milk, whey, πίνουσι . . ὀ. τῶν προβάτων Ctes.Fr.57.22, cf. Str.7.4.6, Plu.Art.3, Gal.6.689.

German (Pape)

[Seite 352] ακτος, τό, saure Milch, geronnene Milch, Strah. 7, 4, 6 Plut. Artax. 3 u. Folgde, bes. Medic., bei denen es auch den frischen Quarkkäse zu bezeichnen scheint.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. ὀξύγαλα τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.

French (Bailly abrégé)

ὀξυγάλακτος (τό) :
lait aigri, petit-lait.
Étymologie: ὀξύς, γάλα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀξύγαλα)
ξινό γάλα, ξινόγαλα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το γιαούρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γάλα.

Greek Monotonic

ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, ορός γάλακτος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύγᾰλα: ακτος (ῠ) τό кислое молоко Plut.