πανδαμάτωρ

From LSJ
Revision as of 09:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδᾰμάτωρ Medium diacritics: πανδαμάτωρ Low diacritics: πανδαμάτωρ Capitals: ΠΑΝΔΑΜΑΤΩΡ
Transliteration A: pandamátōr Transliteration B: pandamatōr Transliteration C: pandamator Beta Code: pandama/twr

English (LSJ)

[μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω)

   A the all-subduer, all-tamer, of sleep, Il.24.5, Od.9.373; of time, Simon.4.5, B.12.205, Epigr.Gr.1050 (Ephesus); π. δαίμων S.Ph. 1467 (anap.); κεραυνός Luc. Tim.2, etc.:—pecul. fem. πανδᾰμάτειρα, Orph.H.10.26, Epigr.Gr.434.6 (Petra), IG12(5).303 (Paros); πανδαμάτωρ μοῖρα Arist.Pepl.43.

German (Pape)

[Seite 457] ορος, ὁ, der Alles Bändigende, der Allbezwinger, vom Schlaf, Il. 24, 5 Od. 9, 373; δαίμων, Soph. Phil. 1453; χρόνος, Ep. ad. 375 b (App. 333); Herakles, Ep. ad. 286 (Plan. 99); κεραυνός, Luc. Tim. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω) ὁ τὰ πάντα δαμάζων, ἐπὶ τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Ω. 5, Ὀδ. Ι. 373˙ ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 5˙ πανδαμάτωρ χρόνος Βακχυλ. XII (XIII), 205 Blass, Συλλ. Ἐπιγρ. 2976˙ πανδ. Δαίμων Σοφοκλ. Φ. 1467˙ κεραυνὸς Λουκ. Τίμ. 2, κτλ.˙ - θηλ. πανδαμάτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 26, Συλλ. Ἐπιγρ. 4667˙ ἀλλὰ πανδαμάτωρ μοῖρα Ἀριστ. Ἐπίγραμμ. 44.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui dompte tout, qui soumet tout.
Étymologie: πᾶν, δαμάω.

English (Autenrieth)

all-subduing, Il. 24.5 and Od. 9.373.

Spanish

que todo lo somete

Greek Monolingual

ο, θηλ. πανδαμάτειρα, ΝΑ
(κυρίως για τον χρόνο και τον ύπνο, αλλά και για δαίμονα, θεό, κεραυνό, καθώς και για την μοίρα) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα (α. «πανδαμάτωρ χρόνος», Βακχυλ.
β. «οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δαμάτωρ (< θ. δαμα- του δάμνημι «δαμάζω», βλ. λ. δάμνημι)].

Greek Monotonic

πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], -ορος, ὁ (δαμάω), αυτός που υποτάσσει, δαμάζει τα πάντα, εξημερωτής των πάντων, σε Όμηρ., Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδαμάτωρ -ορος [πᾶς, δαμάω] albedwingend:. ὕπνος... πανδαμάτωρ de alles bedwingende slaap Od. 9.373.