παντόφυρτος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον,
A mixed all to gether, A.Eu.554 (lyr.); cf. πάμφυρτος.
German (Pape)
[Seite 465] = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.
Greek (Liddell-Scott)
παντόφυρτος: -ον, ὁ ὅλος μεμιγμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 554· πρβλ. πάμφυρτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de toutes sortes de choses, confus.
Étymologie: πᾶν, φύρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο εξ ολοκλήρου αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -φυρτος (< φύρω), πρβλ. αιμό-φυρτος].
Greek Monotonic
παντόφυρτος: -ον (φύρω), ολότελα αναμεμειγμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παντόφυρτος: смешивающий все вместе Aesch.