πειστήρ

From LSJ
Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειστήρ Medium diacritics: πειστήρ Low diacritics: πειστήρ Capitals: ΠΕΙΣΤΗΡ
Transliteration A: peistḗr Transliteration B: peistēr Transliteration C: peistir Beta Code: peisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (πείθομαι)

   A one who obeys, Suid.

German (Pape)

[Seite 547] ῆρος, ὁ, der Ueberreder? – der Gehorchende, Unterthan, Sp. – Auch = πεῖσμα, Tau, Strick, zw. L. bei Theocr. 21, 58.

Greek (Liddell-Scott)

πειστήρ: -ῆρος, ὁ, (πείθομαι) κατὰ τὸν Σουΐδ. = ὁ ὑπήκοος, δηλ. ὁ πειθόμενος καὶ ὑπακούων. ΙΙ. = πεῖσμα, καλῴδιον, σχοινίον, ἀμφίβολ. γραφὴ παρὰ Θεοκρ. 21. 58.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qqn qui obéit SUID.
Étymologie: πείθω.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπήκοος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείθω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κολασ-τήρ)].———————— (II)
ὁ, Α
σχοινί, καραβόσκοινο, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πείσμα (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πειστήρ: -ῆρος, ὁ = πεῖσμα, σχοινί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πειστήρ: ῆρος ὁ Theocr. v. l. = πεῖσμα 1.