σκηπτός

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτός Medium diacritics: σκηπτός Low diacritics: σκηπτός Capitals: ΣΚΗΠΤΟΣ
Transliteration A: skēptós Transliteration B: skēptos Transliteration C: skiptos Beta Code: skhpto/s

English (LSJ)

ὁ, (σκήπτω)

   A thunderbolt (σκηπτοὶ [λέγονται τῶν κεραυνῶν] ὅσοι κατασκήπτουσιν εἰς τὴν γῆν Arist.Mu.395a28), X.An.3.1.11; τάρβος . . ὡς ἀπὸ σ. Aret.SD1.6: metaph. also of a dust-storm, S.Ant.418; hurricane, D.18.194, Jul.Or.1.35b; λοιμοῦ σ. A.Pers. 715 (troch.); of war, E.Andr.1046 (lyr.), Rh.674; καλοῦσί μ' οἱ νεώτεροι . . σκηπτόν, says a parasite, Antiph.195.11; σ. πόθος falling like a thunderbolt, Aspasia ap.Ath.5.219e.

German (Pape)

[Seite 896] ὁ, ein plötzlich mit großer Gewalt von oben herunterfahrender Sturmwind, gew. mit Donner u. Blitz verbunden; τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, Soph. Ant. 414; Phot. erkl. κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος, Arist. de mundo 4 κατασκῆψαν εἰς τὴν γῆν (κεραυνός, πρηστήρ, τυφών) σκηπτὸς ὀνομάζεται, also der einschlagende Blitz; so βροντῆς γενομένης σκηπ τὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Xen. An. 3, 1, 11; καταιβάτης, Lycophr. 382; – übertr., λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτὸς ἢ στάσις πόλει, Aesch. Pers. 701; vom Kriege, σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων, Eur. Rhes. 674, vgl. Androm. 1047; εἰ δ' ὁ συμβὰς σκηπτὸς μὴ μόνον ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων μείζων γέγονε, Dem. 18, 194, also übh. jedes plötzlich hereinbrechende Unglück.

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτός: ὁ, (σκήπτω) κεραυνός, (σκηπτοὶ λέγονται τῶν κεραυνῶν ὅσοι κατασκήπτουσιν εἴς τι Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20) Σοφ. Ἀντ. 418, Ξεν. Ἀν. 1, 11· οἷα σκ. ἐμπίπτων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ― μεταφορ., λοιμοῦ σκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 715, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 28· ἐπὶ πολέμου, Εὐρ. Ἀνδρ. 1047, πρβλ. Ρῆσ. 674, Δημ 292. 28· καλοῦσί μ᾿ οἱ νεώτεροι .. σκηπτόν, λέγει παράσιτός τις, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 10· σκ. πόθος, ἐμπίπτων ὡς κεραυνός, Ἡρόδικ. παρ᾿ Ἀθην. 219Ε. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «σκηπτός· κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 orage soudain et violent, coup de foudre avec ou sans éclair;
2 fig. fléau, coup imprévu.
Étymologie: σκήπτω.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκήπτω
1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.)
2. μτφ. α) καταιγίδα
β) ανεμοστρόβιλος
γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῡ 'πιόντος πολεμίων», Ευρ.)
δ) είδος παρασίτου
3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» — λοιμός που ενσκήπτει αιφνίδια
β) «σκηπτὸς πόθος» — κεραυνοβόλος πόθος.

Greek Monotonic

σκηπτός: ὁ (σκήπτω), ξαφνικός· ο κεραυνός που πέφτει, σε Σοφ., Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την πανούκλα (συμφορά που πέφτει ξαφνικά), σε Αισχύλ.· λέγεται για τον πόλεμο, σε Ευρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτός:1) удар молнии (ἔδοξεν σ. πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν Xen.);
2) ураган, вихрь, смерч (χθονὸς τυφὼς ἀείρας σκηπτόν Soph.);
3) перен. гроза, неожиданное бедствие: λοιμοῦ σ. Aesch. моровое поветрие; σ. πολεμίων Eur. внезапно нахлынувший враг.