ὑψιμέλαθρος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον,
A high-built, h. Merc.103, 134,399; Διὸς ὑ. κράτος Orph.H.5.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐμέλαθρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, ὑψηλός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103. 134, 399· Διὸς ὑψιμ. κράτος Ὀρφ. Ὕμν. 4. (5). 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la voûte élevée;
2 fig. dominant, souverain.
Étymologie: ὕψι, μέλαθρον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυ-μέλαθρος)].
Greek Monotonic
ὑψῐμέλαθρος: -ον (μέλαθρον), χτισμένος, οικοδομημένος ψηλά, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιμέλαθρος: высоко построенный (αὔλιον HH).