ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
ὠνήμην: ἴδε ὀνίνημι.
ao. Moy. épq. de ὀνίνημι.
see ὀνίνημι.
ὠνήμην: Μέσ. Επικ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὠνήθην, αόρ. αʹ.
ὠνήμην: эп. aor. 2 med. к ὀνίνημι.