νεωκορία

From LSJ
Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωκορία Medium diacritics: νεωκορία Low diacritics: νεωκορία Capitals: ΝΕΩΚΟΡΙΑ
Transliteration A: neōkoría Transliteration B: neōkoria Transliteration C: neokoria Beta Code: newkori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).

Greek (Liddell-Scott)

νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.

Greek Monolingual

η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.

Greek Monotonic

νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεωκορία: ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.

Middle Liddell

νεωκορία, ἡ, [from νεωκόρος
the office of a νεωκόρος, Anth.