καθελκύω

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καθελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καθειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καθείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.

French (Bailly abrégé)

f. καθελκύσω, ao. καθείλκυσα, pf. καθείλκυκα, pqp. καθειλκύκειν;
Pass. ao. καθειλκύσθην, pf. καθείλκυσμαι;
tirer de haut en bas, faire descendre en tirant, acc. ; en parl. de vaisseaux amener à la mer, mettre à flot.
Étymologie: κατά, ἑλκύω.

Greek Monolingual

σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθελκύω: ион. κατελκύω (aor. pass. καθειλκύσθην, pf. med. и pass. καθείλκυσμαι) стаскивать, спускать (преимущ. на воду) (τὰς ναῦς, ναυτικόν Thuc.; πλοῖον Isocr.; ναῦς Arph.): τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν Her. когда корабли были спущены на воду.