γα
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
Dor. for γε, Ar.Ach.775, etc.; cf. εγωγα, τύγα.
German (Pape)
[Seite 469] dor. statt γε, Ar. Lys. 205 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα εἶναι Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.
Greek Monolingual
(I)
γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α)
γε.———————— (II)
ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής.———————— (III)
γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)
γη.
Greek Monotonic
γᾰ: Δωρ. αντί γε.
Russian (Dvoretsky)
γᾰ: дор. = γε.
Frisk Etymological English
See also: s. γε