ἀμφιδήριτος

From LSJ
Revision as of 16:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδήρῑτος Medium diacritics: ἀμφιδήριτος Low diacritics: αμφιδήριτος Capitals: ΑΜΦΙΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: amphidḗritos Transliteration B: amphidēritos Transliteration C: amfidiritos Beta Code: a)mfidh/ritos

English (LSJ)

ον,

   A disputed, doubtful, νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8; μάχη Id.35.2.14.

German (Pape)

[Seite 137] bestritten, zweifelhaft, νίκη Thuc. 4, 134; Pol. 4. 33; μάχη 35, 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδήρῑτος: -ον, φιλονικούμενος, ἀμφίβολος, νίκη Θουκ. 4. 134, μάχη Πολύβ. 35. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
disputé, douteux.
Étymologie: ἀμφί, δηρίομαι.

Spanish (DGE)

-ον
dudoso, incierto νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8, τροφή Corn.ND 28
reñido μάχη Plb.35.2.14.

Greek Monolingual

ἀμφιδήριτος, -ον (Α) ἀμφιδηριῶμαι
αμφίβολος, διαφιλονικούμενος.

Greek Monotonic

ἀμφιδήρῑτος: -ον (δηρίομαι), αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, νίκη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδήρῑτος: оспариваемый, спорный (νίκη Thuc., Polyb.); с сомнительным исходом (μάχη Polyb.).

Middle Liddell

δηρίομαι
disputed, νίκη Thuc.