κροκάλη

From LSJ
Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκάλη Medium diacritics: κροκάλη Low diacritics: κροκάλη Capitals: ΚΡΟΚΑΛΗ
Transliteration A: krokálē Transliteration B: krokalē Transliteration C: krokali Beta Code: kroka/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = κρόκη 11, AP7.479 (Theodorid.): pl., sea-shore, beach, E.IA210 (lyr.), AP7.651 (Euph.), 6.186 (Diocl.); κροκάλην . . ἠϊόνα ib.7.294 (perh. f.l. for ἠϊόνος) (Tull. Laur.): in late Prose, Agath.2.2.

German (Pape)

[Seite 1511] ἡ, abgerundeter, abgespülter Kiesel am Meeresufer, u. das Ufer selbst; παρὰ κροκάλαις Eur. I. A. 211; öfter in der Anth., wie Phani. 5 (VI, 299); παρ' ἠϊόνων κροκάλαισιν Iul. Diocl. 2 (VI, 186); Σικελική Agath. 57 (X, 14).

Greek (Liddell-Scott)

κροκάλη: ᾰ, ἡ, = κρόκη ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 479· πληθ., «τὰς κρόκας, ὅ ἐστι τὰς αἰγιαλίτιδας ἄμμους αἳ λέγονται καὶ κροκάλαι» (Εὐστ. 855, 51)· παρὰ κροκάλοις δρόμον ἔχοντα Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 211, Εὐφορ. Ἐπ. 1, Ἀνθ. Π. 6. 186, κτλ.· κροκάλην... ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ ἠιόνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κροκάλαι· ψῆφοι. ἀκταί. ἄμμος».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bord de la mer, grève.
Étymologie: DELG skr. sárkara « galet, gravier ».

Greek Monolingual

η (Α κροκάλη)
βότσαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κρόκη (ΙΙ)].

Greek Monotonic

κροκάλη: [ᾰ], ἡ, βότσαλο, ταβανοσανίδα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κροκάλη: (ᾰ) ἡ1) голыш, галька: αἰών μ᾽ ἔτριψεν κροκάλαις ἴσον Anth. время обточило меня словно (море) гальку;
2) тж. pl. морской берег, взморье (Σικελική Anth.): παρὰ κροκάλαις Eur. на берегу моря.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκάλη -ης, ἡ kiezelsteen; plur. strand.