ἐπισυρμός
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ,
A laziness, negligence, εἰς ἐ. καὶ λήθην ἄγειν Plb. 4.49.1, cf. 38.15.10. II mockery, Stoic. ap. Stob.2.7.11m.
German (Pape)
[Seite 987] ὁ, das Nachschleppen, Hinziehen, Verzögern einer Sache, εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγειν Pol. 4, 49, 1; Nachlässigkeit, 40, 2, 10. – Bei Stob. ecl. eth. p. 222 das Durchziehen, Verspotten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυρμός: ὁ, (ἐπισύρω) ὀκνηρία, ἀμέλεια εἰς ἐπ. καὶ λήθην ἄγειν Πολύβ. 40. 2, 10. ΙΙ. σαρκασμός, τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ᾿ ἐπισυρμοῦ τινος Στοβ. Ἐκλογ. 2, 222.
Greek Monolingual
ἐπισυρμός, ὁ (Α) επισύρω
1. αμέλεια, οκνηρία («εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγοιεν», Πολ.)
2. σαρκαστική διάθεση.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυρμός: ὁ досл. волочение, таскание, перен. затягивание, проволочка, волокита: εἰς ἐπισυρμὸν ἄγειν Polyb. затягивать или оставлять в пренебрежении.