ἀνεύθυντος

From LSJ
Revision as of 14:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύθυντος Medium diacritics: ἀνεύθυντος Low diacritics: ανεύθυντος Capitals: ΑΝΕΥΘΥΝΤΟΣ
Transliteration A: aneúthyntos Transliteration B: aneuthyntos Transliteration C: aneythyntos Beta Code: a)neu/quntos

English (LSJ)

ον,

   A which cannot be straightened, Arist.Mete.386a8.

German (Pape)

[Seite 227] nicht gerade gemacht, ungerade, Arist. meteor. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύθυντος: -ον, ὁ μὴ εὐθυντός, ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser enderezado, rígidode cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.Mete.386a8.

Greek Monolingual

ἀνεύθυντος, -ον (Α)
ευθύνω
εκείνος που δεν μπορεί να γίνει ευθύς, να μπεί σε ευθεία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεύθυντος: не могущий быть выпрямленным, непрямой (ἄκαμπτος καὶ ἀ. Arst.).