σκιαρόκομος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A with shading leaves, ὕλη E.Ba.875 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 898] mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾰρόκομος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage ombreux.
Étymologie: σκιαρός, κόμη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + -κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό-κομος].
Greek Monotonic
σκῐᾰρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾰρόκομος: густолиственный, тенистый (ὕλη Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιαρόκομος -ον [σκιαρός, κόμη] met lokken die schaduw geven (d.w.z. met schaduwrijk bladerdak).