ζάπυρος

From LSJ
Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάπῠρος Medium diacritics: ζάπυρος Low diacritics: ζάπυρος Capitals: ΖΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: zápyros Transliteration B: zapyros Transliteration C: zapyros Beta Code: za/puros

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (πῦρ)

   A very fiery, ἕλικες στεροπῆς A.Pr.1084(anap.); πωτήματα Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE6.3.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr feurig, Aesch. Prom. 1086.

Greek (Liddell-Scott)

ζάπῠρος: ᾰ, ον, (πῦρ) διάπυρος, πεπυρωμένος, ἕλικες στεροπῆς Αἰσχύλ. Πρ. 1084.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en feu.
Étymologie: ζα-, πῦρ.

Greek Monolingual

ζάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος («ἕλικες δ' ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ-πυρος, μελάμ-πυρος].

Greek Monotonic

ζάπῠρος: [ᾰ], -ον (πῦρ), διάπυρος, πυρωμένος, πυρακτωμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ζάπῠρος: (ᾰ) огненный, пламенный (ζάπυροι ἕλικες στεροπῆς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάπυρος -ον [ζα-, πῦρ] zeer vurig. Aeschl. PV 1084.