ἑψανός

From LSJ
Revision as of 16:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψᾰνός Medium diacritics: ἑψανός Low diacritics: εψανός Capitals: ΕΨΑΝΟΣ
Transliteration A: hepsanós Transliteration B: hepsanos Transliteration C: epsanos Beta Code: e(yano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A boiled, Hp.Mul.2.117, Arist.Pr.923a17, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες Polyaen.4.3.32; ἑψανά, τά, = ἑψήματα, Diocl.Fr. 120: sg., BGU1120.14 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1132] ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἑψᾰνός: -ή, -όν, βεβρασμένος, βραστός, Ἱππ. 641. 45, Ἀριστ. Προβλ. 20. 4, 5· ἑψανά, τά, = ἐψήματα, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 68Ε.

Greek Monolingual

ἑψανός, -ή, -ον (Α)
1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος
2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος
3. ζωμός, σούπα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά
τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ- του ἕψω + κατάλ. -ανος, (πρβλ. ορφ-ανός, στεγ-ανός)].

Russian (Dvoretsky)

ἑψᾰνός: подвергаемый варке (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).