τροχιός

From LSJ
Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχιός Medium diacritics: τροχιός Low diacritics: τροχιός Capitals: ΤΡΟΧΙΟΣ
Transliteration A: trochiós Transliteration B: trochios Transliteration C: trochios Beta Code: troxio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = τροχόεις, round, φθοΐς AP6.258 (Adaeus).

Greek (Liddell-Scott)

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγύλος, τροχιὰν ἐν κανέω φθοΐδα Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
arrondi.
Étymologie: τροχός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α τροχός ή τρόχος]
στρογγυλός σαν τη ρόδα.

Greek Monotonic

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγυλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τροχιός: круглый (φθοΐς Anth.).

Middle Liddell

τροχιός, ή, όν = τροχόεις
round, Anth.