ἀσύγκρατος

From LSJ
Revision as of 17:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύγκρᾱτος Medium diacritics: ἀσύγκρατος Low diacritics: ασύγκρατος Capitals: ΑΣΥΓΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: asýnkratos Transliteration B: asynkratos Transliteration C: asygkratos Beta Code: a)su/gkratos

English (LSJ)

ον,

   A incapable of blending, discordant, δόξαι Plu.2.418d; δυνάμεις, of herbs, cj. ib.134d; φωνή Nicom.Harm.12.

German (Pape)

[Seite 379] = ἀσυγκέραστος, Plut. adv. Col. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγκρᾱτος: -ον, = ἀσυγκέραστος, ἀνάρμοστος, ἀσυμβίβαστος, οὐδεὶς μὲν τῶν βεβήλων καὶ ἀμυήτων καὶ περὶ θεῶν δόξας ἀσυγκράτους ἡμῖν ἐχόντων πάρεστιν Πλούτ. 2. 418D, πρβλ. Οὐϋττεμβάχ. αὐτόθι 134D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut mêler, incompatible.
Étymologie: ἀ, συγκρατέω.

Spanish (DGE)

-ον
no moderado, discordante δόξαι Plu.2.418d, ἀρχαί Plu.2.1112c, φωνή Nicom.Harm.12
subst. τὸ ἀ. falta de moderación S.E.P.1.43.

Greek Monolingual

ἀσύγκρατος, -ον (Α)
ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»].

Russian (Dvoretsky)

ἀσύγκρᾱτος: беспорядочный, несвязный, нестройный, противоречивый (περί τινος δόξαι Plut.).