ἀπόσπασμα

From LSJ
Revision as of 11:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσπασμα Medium diacritics: ἀπόσπασμα Low diacritics: απόσπασμα Capitals: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: apóspasma Transliteration B: apospasma Transliteration C: apospasma Beta Code: a)po/spasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is torn off, a piece, rag, shred, Pl.Phd. 113b; branch, division of a tribe, Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, a detached portion or particle, ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.Fr.329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.ND17.    2 avulsion, tearing apart of bones, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.

German (Pape)

[Seite 325] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσπασμα: -ατος, τὸ (ἀποσπάω) πᾶν μικρὸν μέρος ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· κλάδος διαίρεσις φυλῆς, Στράβ. 434· καθόλου ἀπεσπασμένον μέροςμόριον, Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ σπέρμα Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) κάταγμα τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) ἀπόσπασματεμάχιον ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
partie détachée d’un tout ; extrait.
Étymologie: ἀποσπάω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fragmento, trozo, pedazo ἡλίου de la luna Ach.Tat.Intr.Arat.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.Phd.113b
rama de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57
partícula ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.Fr.[161], cf. Zeno.Stoic.1.36, Chrysipp.Stoic.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119
fragmento de un texto, Corn.ND 17.
2 medic. torcedura de los huesos, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
3 usos inciertos
a) trad. del hápax hebr. queres ‘mosquito’ἀπόσπασμα ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX Ie.26.20 (= Ie.46.20 text. hebr.);
b) trad. del hápax hebr. gisrah ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν LXX La.4.7.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἀπόσπασμα)
μσν.- νεοελλ.
τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση
νεοελλ.
1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας
2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση
αρχ.
1. γεν. κάθε μικρό τμήμα που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα σύνολο
2. κλάδος, υποδιαίρεση φυλής
3. σπάσιμο, κάταγμα.

Greek Monotonic

ἀπόσπασμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, τεμάχιο, ράκος, απόκομμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσπασμα: ατος τό кусок, клочок Plat., Plut.

Middle Liddell

[From ἀποσπάω
that which is torn off, a piece, rag, shred, Plat.