Σικανία

From LSJ
Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῑκᾰνία Medium diacritics: Σικανία Low diacritics: Σικανία Capitals: ΣΙΚΑΝΙΑ
Transliteration A: Sikanía Transliteration B: Sikania Transliteration C: Sikania Beta Code: *sikani/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, Sicania, old name of Sicily as inhabited by Σικανοί (afterwards of the part they inhabited, St.Byz.), Od.24.307;

   A Σ. ἡ νῦν Σικελίη καλευμένη Hdt.7.170:—Σῐκᾰνός [ῐκᾰ Call.Dian.57], ὁ, a Sicanian, Th.6.2, Philist.3, etc.: Adj. Σῐκᾰνικός, ή, όν, Th.6.62; ἐν τῇ Σ. τῆς Σικελίας Arist.Mete.359b15 (v.l. Σικάνῃ).

Greek (Liddell-Scott)

Σῑκᾰνία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, Sicania, κυρίως μέρος τῆς Σικελίας παρὰ τὸν Ἀκράγαντα, εἶτα καθόλου ἀντὶ Σικελία, Ὀδ. Ω. 307· - Σικανός [ῐ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 57], ὁ, Σικελός, Θουκ. 6. 2, κτλ.· ἐπίθετ. Σικανικός, ή, όν, αὐτόθι 62· ἐν τῇ Σικανικῇ τῆς Σικελίας Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 40, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Sicanie, partie de la Sicile voisine d’Agrigente ; la Sicile.
Étymologie: Σικανός.

Greek Monotonic

Σῑκᾰνία: Ιων. -ίη, , Σικανία, δηλ. το τμήμα της Σικελίας κοντά στην πόλη του Ακράγαντα· επίσης = Σικελία, σε Ομήρ. Οδ.· Σικανός, , ο κάτοικος της Σικανίας, σε Θουκ.· επίθ., Σικανικός, , -όν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Σῑκᾰνία: ион. Σῑκᾰνίη ἡ Сикания
1) часть Сицилии, примыкающая к Акраганту Hom.;
2) древнее название Сицилии Hom., Her., Thuc.

Middle Liddell

Σῑκᾰνία, ἡ,
Sicania, i. e. the part of Sicily near Agrigentum: also = Σικελία, Od.