διάκορος

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκορος Medium diacritics: διάκορος Low diacritics: διάκορος Capitals: ΔΙΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: diákoros Transliteration B: diakoros Transliteration C: diakoros Beta Code: dia/koros

English (LSJ)

ον,

   A satiated, c. gen., ἀλλήλων X.Lac.1.5: abs., σῶμα δ. Plu.2.006a: saturated with rain, Hdt.3.117; δ. ἤδη τοῦτο this is quite enough, Gal.7.49S. Adv. -ρως immoderately, πίνειν D.C.68.7.

Greek (Liddell-Scott)

διάκορος: -ον, κεκορεσμένος, πλήρης, τινὸς Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Λακ. 1, 5. - Ἐπίρρ. -ρως, ἀμέτρως, Δίων Κ. 68. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 complètement rassasié de, gén.;
2 fig. dégoûté de, gén..
Étymologie: διά, κόρος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1saciado, harto ἐπεὰν δ. ἡ γῆ ... γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Hdt.3.117, cf. Thphr.CP 2.1.5 (cód.), σῶμα Plu.2.995f
c. gen. ἀλλήλων ref. a marido y mujer, X.Lac.1.5.
2 suficiente διάκορον μὲν γὰρ ἤδη τοῦτο pues con esto ya es suficiente Gal.7.498.
II adv. -ως hasta la saciedad, inmoderadamente τοῦ ... οἴνου δ. ἔπινε D.C.68.7.4, ὁ ... Δημοσθένης ... φεύγει τὸ κεχρῆσθαι ταύταις δ. Syrian.in Hermog.1.64.24, cf. Poll.5.151.

Greek Monolingual

διάκορος, -ον (Α)
1. ο διακορής
2. αρκετός
3. διάβροχος, καταμουσκεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κόρος.

Greek Monotonic

διάκορος: -ον, κορεσμένος, πλήρης, τινός με κάτι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διάκορος: 1) насыщенный: ἐπεὰν δ. ἡ γῆ γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Her. когда земля вдоволь напитается водой;
2) пресытившийся: διάκοροι ἀλλήλων Xen. надоевшие друг другу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκορος -ον [διά, κόρος] verzadigd.