Σιμωνίδης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ου and Ion. εω, ὁ, voc.
A -ίδη AP6.213 (Simon.):—Simonides, Hdt.5.102, Pl.Prt.339a, etc.:—Adj. Σιμωνίδειος, ον, of or like Simonides, τρόπος Plu.2.1137f.
Greek (Liddell-Scott)
Σῐμωνίδης: -ου, καὶ Ἰων. εω, ὁ, Δωρ. -δας, α, κλητ. -ίδη (Θεόγνωστ. 469), ὄνομα δύο περιωνύμων ποιητῶν, Ἡρόδ. 5. 102, Πλάτ. Πρωτ. 339Α· Ἀθήν. 460Β, κτλ.· ― ἐπίθ. Σιμωνίδειος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Σιμωνίδην ἢ ὅμοιον αὐτῷ, τρόπος Πλούτ. 2. 1137F.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Simonide, poète lyrique de Kéos.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Σῐμωνίδης: ου, ион. εω ὁ Симонид
1) родом из Аморгоса, ямбический поэт первой половины VII в. до н. э.;
2) родом из Кеоса, лирико-элегический поэт, 656-467 гг. до н. э. Her. etc.