κακοδοξία

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδοξία Medium diacritics: κακοδοξία Low diacritics: κακοδοξία Capitals: ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: kakodoxía Transliteration B: kakodoxia Transliteration C: kakodoksia Beta Code: kakodoci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c.    II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρθοδοξία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.

Greek Monolingual

η (AM κακοδοξία) κακόδοξος
αιρετική θρησκευτική δοξασία
αρχ.
κακή φήμη, ανυποληψία.

Greek Monotonic

κᾰκοδοξία: ἡ, κακή φήμη, αισχρότητα, προστυχιά, ατιμία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδοξία: ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.