περικαίω

From LSJ
Revision as of 07:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαίω Medium diacritics: περικαίω Low diacritics: περικαίω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΙΩ
Transliteration A: perikaíō Transliteration B: perikaiō Transliteration C: perikaio Beta Code: perikai/w

English (LSJ)

Att. περικάω,

   A scorch, Thphr.CP2.3.8, Str.17.1.27, etc. :— Pass., to be scorched, Hdt.4.69, Thphr.Ign.74.    II metaph., inflame, excite, τῆς φιλοτεκνίας περιέκαιεν ἐκείνη φύσις LXX 4 Ma.16.3 :—Pass., And.2.2.

German (Pape)

[Seite 578] (s. καίω), att. περικάω, rings umher anzünden, verbrennen; π ερικεκαυμένοι, Her. 4, 69; übertr., δεινῶς οὕτω περικαίονται, Andoc. 2, 2; Theophr. u. Sp., wie Plut. Fab. 6.

Greek (Liddell-Scott)

περικαίω: Ἀττ. -κάω, μέλλ. -καύσω, καίω ὁλόγυρα, κατακαίω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8· περικαίων τὰ ἱερὰ Στράβ. 805, κτλ.· ― Παθ., φλέγομαι ὁλόγυρα, Ἡρόδ. 4. 69· μεταφορ., εἶμαι φλογισμένος, ἐξεγείρομαι, Ἀνδοκ. 20. 1· φλέγομαι ἐξ ἀγάπης πρός τινα, τινος Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

f. περικαύσω, ao. περιέκηα;
brûler tout autour, consumer entièrement.
Étymologie: περί, καίω.

Greek Monolingual

ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α
καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω
αρχ.
1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω
2. παθ. περικαίομαι
α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω
β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον.

Greek Monotonic

περικαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, καίω ολόγυρα — Παθ., είμαι φλογισμένος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περικαίω: 1) обжигать кругом, опалять (τὴν κόμην Plut.): περικεκαυμένος Her. обожженный, покрытый ожогами;
2) сжигать (τὰ θνητὰ τοῦ σώματος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καίω Ion. voor περικάω.