πρώταρχος

From LSJ
Revision as of 03:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώταρχος Medium diacritics: πρώταρχος Low diacritics: πρώταρχος Capitals: ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: prṓtarchos Transliteration B: prōtarchos Transliteration C: protarchos Beta Code: prw/tarxos

English (LSJ)

ον,

   A primal, ἄτη A.Ag.1192.

German (Pape)

[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui marque le commencement d’une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].

Greek Monotonic

πρώταρχος: ὁ, πρώτος, αρχικός, πρ. ἄτα, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώταρχος -ον [πρῶτος, ἄρχω] oorspronkelijk:. π. ἄτη oorspronkelijke misdaad Aeschl. Ag. 1192.

Russian (Dvoretsky)

πρώταρχος: первоначальный (ἄτη Aesch.).