κομμωτής

From LSJ
Revision as of 12:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμωτής Medium diacritics: κομμωτής Low diacritics: κομμωτής Capitals: ΚΟΜΜΩΤΗΣ
Transliteration A: kommōtḗs Transliteration B: kommōtēs Transliteration C: kommotis Beta Code: kommwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A dresser, esp. hairdresser, in pl., Arr.Epict.2.23.14, Them.Or.20.238a; beautifier, embellisher, τινος Luc.Merc.Cond.32: metaph., ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῦς τῆς τραγῳδίας κομμωταί Plu.2.348f: abs., Gal.Thras.35.

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Schmückende, Putzende, Schminkende; τῆς τραγῳδίας Plut. de glor. Ath. 6; τῆς δεσποίνης Luc. merc. cond. 32.

Greek (Liddell-Scott)

κομμωτής: -οῦ, ὁ, καλλύνων, καλλωπιστής, τινος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 32, Πλούτ. 2. 348Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui pare avec recherche, qui pomponne ; coiffeur, valet de chambre.
Étymologie: κομμόω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) κομμώ (II)]
αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά
αρχ.
καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν.
β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κομμωτής: -οῦ, ὁ, καλλωπιστής, εξωραϊστής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κομμωτής: οῦ ὁ наводящий красоту, украшатель (τῆς δεσποίνης Luc.; τῆς τραγῳδίας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομμωτής -οῦ, ὁ [κομμόω] kamenier; kapper.

Middle Liddell

κομμωτής, οῦ, [from κομμόω
a beautifier, embellisher, Luc.