πάγουρος
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A crab, Ar.Eq.606, Xenarch.8.2, Speus. ap. Ath.3.105b, Arist.HA525b5, Gp.2.18.3, MAMA3.672 (Corycus):—applied to Phoenix by Lyc.419.
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, eigentlich der mit festem Schwanze, Schaalschwanz, ein Meerkrebs, der Taschenkrebs, Ar. Equ. 606 u. Folgde; Arist. H. A. 4, 2; Ael. N. A. 6, 31; Opp. Hal. 1, 285; – Lycophr. 419 nennt so den Phönir, den Alten, dessen Haut hart geworden.
Greek (Liddell-Scott)
πάγουρος: [ᾰ], ὁ, εἶδος καρκίνου ἔχοντος σκληρὸν καὶ τραχὺ ὄστρακον, Λατ. pagurus, κοινῶς «παγοῦρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 606, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 3· ― ὁ Λυκόφρ. 419 καλεῖ τὸν γηραιὸν Φοίνικα διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« à queue résistante », particul. :
1 crabe, poisson;
2 le phénix, oiseau.
Étymologie: πάγος, οὐρά.
Greek Monolingual
και πάγουρας, ο (ΑΜ πάγουρος)
γένος, και γενικότερη σήμερα ονομασία, δεκάποδων καρκινοειδών, τα οποία ζουν μέσα σε άδεια όστρακα γαστερόποδων μαλακίων
αρχ.
μτφ. χαρακτηρισμός του γηραιού Φοίνικος από τον Λυκόφρονα λόγω της τραχύτητας του γεροντικού του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + -ουρος (< ουρά) (πρβλ. λατ. pagurus)].
Greek Monotonic
πάγουρος: [ᾰ], ὁ (παγῆναι, οὐρά), είδος καρκινοειδούς, κάβουρας, Λατ. pagurus, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγουρος -ου, ὁ [πάγος, οὐρά] krab.
Russian (Dvoretsky)
πάγουρος: (ᾰ) ὁ краб (предполож. Cancer pagurus) Arph., Arst., Plut.