πολύδονος

From LSJ
Revision as of 14:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδονος Medium diacritics: πολύδονος Low diacritics: πολύδονος Capitals: ΠΟΛΥΔΟΝΟΣ
Transliteration A: polýdonos Transliteration B: polydonos Transliteration C: polydonos Beta Code: polu/donos

English (LSJ)

ον,

   A much-driven, πλάνη A.Pr.788.

German (Pape)

[Seite 662] viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδονος: -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, πολυκλόνητος, πλάνη Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’agite beaucoup.
Étymologie: πολύς, δονέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο πολυδόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δονος (< δονῶ), πρβλ. οιστρό-δονος].

Greek Monotonic

πολύδονος: -ον (δονέω), πολύ δονούμενος, πολυκλόνητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδονος: полный блужданий, т. е. неспокойный, бурный (πλάνη Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδονος -ον [πολύς, δονέω] met veel omzwervingen. πολύδονον πλάνην φράσω ik zal uw langdurige zwerftocht beschrijven Aeschl. PV 788.

Middle Liddell

πολύ-δονος, ον, δονέω
much-driven, Aesch.