ποτικάρδιος

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτικάρδιος Medium diacritics: ποτικάρδιος Low diacritics: ποτικάρδιος Capitals: ΠΟΤΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: potikárdios Transliteration B: potikardios Transliteration C: potikardios Beta Code: potika/rdios

English (LSJ)

Doric for προσκάρδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui atteint ou blesse le cœur.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, καρδία.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσκάρδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτικάρδιος -ον [ποτί, καρδία] Dor., tegen het hart aan. Theocr. Id. 23.5.