τυμβήρης

From LSJ
Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβήρης Medium diacritics: τυμβήρης Low diacritics: τυμβήρης Capitals: ΤΥΜΒΗΡΗΣ
Transliteration A: tymbḗrēs Transliteration B: tymbērēs Transliteration C: tymviris Beta Code: tumbh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A entombed, buried, ib. 255.    II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 ( = Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)

Greek (Liddell-Scott)

τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
ενταφιασμένος
αρχ.
όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. φρεν-ήρης)].

Greek Monotonic

τυμβήρης: -ες,
I. αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.
II. όμοιος με τάφο, νεκρικός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβήρης: 1) положенный в могилу, погребенный Soph.;
2) намогильный (ἕδρα Arph.);
3) служащий могилой (θάλαμος Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947.