πορεῖον

From LSJ
Revision as of 18:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορεῖον Medium diacritics: πορεῖον Low diacritics: πορείον Capitals: ΠΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: poreîon Transliteration B: poreion Transliteration C: poreion Beta Code: porei=on

English (LSJ)

τό,

   A means of conveyance, carriage, GDI5043 (Crete), Pl.Lg. 678c, v.l.in Id.Ti.44e; π. ὑπότροχα trolleys for conveying ships by land, Plb.8.34.11, cf. SIG 581.23 (Hierapytna, ii B.C.); τὸ σκῆπτρον Ἑρμοῦ προκαθηγέτου ἐστὶ π., τούτῳ γὰρ κατάγει φυχάς BSA16.107 (Attalia):—Dor. and Aeol. πορήϊον GDI5040.29 (Crete), Milet.3 No.152.13(Methymna, ii B.C.).    II load, PPetr.2p.128 (iii B.C.), etc.; written πορῆον, PTeb.195 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 682] τό, Hülfsmittel den Weg zu bahnen, od. Maschine, Etwas von der Stelle zu bringen; Plat. Legg. III, 678 c; Pol. 8, 36, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορεῖον: τό, (πορεύω) μέσον μεταφορᾶς ἢ μεταβάσεως, ὄχημα, Λατ. vehiculum, Πλάτ. Νόμ. 678D, Τίμ. 44Ε, Πολυβ. κτλ.· πρβλ. πορήιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ressources pour un voyage ou moyen de transport (char, vaisseau, etc.).
Étymologie: πορεύω.

Greek Monolingual

δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α πορεύω
1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.)
2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα
3. φορτίο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορεῖον -ου, τό [πορεύω] voertuig.

Russian (Dvoretsky)

πορεῖον: τό средство передвижения Plat., Polyb.