ναυσικλυτός

From LSJ
Revision as of 04:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσικλῠτός Medium diacritics: ναυσικλυτός Low diacritics: ναυσικλυτός Capitals: ΝΑΥΣΙΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: nausiklytós Transliteration B: nausiklytos Transliteration C: nafsiklytos Beta Code: nausikluto/s

English (LSJ)

όν, = foreg., Φαίηκες, Φοίνικες, Od.7.39, 15.415; fem.

   A ναυσικλυτάν Pi. N.5.9.

German (Pape)

[Seite 232] = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσικλῠτός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Η. 39· τῶν Φοινίκων, Ο. 415· θηλ. ναυσικλυτάν, Πινδ. Ν. 5. 16.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. ναυσικλειτός.
Étymologie: ναῦς, κλύω.

English (Autenrieth)

= ναυσικλειτός, pl., epith. of the Phaeacians and the Phoenicians, Od. 15.415.

English (Slater)

ναυσικλῠτός, -ά, -όν
   1 famed for its ships τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (Αἴγιναν) (N. 5.9) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)

Greek Monolingual

ναυσικλυτός, -όν (Α)
ναυσικλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»].

Greek Monotonic

ναυσικλῠτός: -όν = το προηγ., επίθ. για τους Φαίακες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ναυσικλῠτός: Hom., Pind. = ναυσικλειτός.

Middle Liddell

ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, epith. of the Phaeacians, Od.]