συμπορθέω

From LSJ
Revision as of 08:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπορθέω Medium diacritics: συμπορθέω Low diacritics: συμπορθέω Capitals: ΣΥΜΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: symporthéō Transliteration B: symportheō Transliteration C: symportheo Beta Code: sumporqe/w

English (LSJ)

   A help to destroy or sack, ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας E.Or.888, cf. BCH21.599 (Delph., iv B.C.); οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Str.8.3.29.

German (Pape)

[Seite 989] wie συμπέρθω, mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Eur. Or. 886.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορθέω: ὡς τὸ συμπέρθω, πορθῶ ὁμοῦ, συγκαταστρέφω, ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Εὐρ. Ὀρ. 888· οἱ συμπεπορθημένοι, οἱ εἰς ὅμοιον ὄλεθρον περιπεσόντες, Στράβ. 353.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévaster ou ruiner ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πορθέω.

Greek Monotonic

συμπορθέω: μέλ. -ήσω, συμβάλλω στην καταστροφή, καταστρέφω από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· οἱ συμπεπορθημένοι, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια καταστροφή, που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

συμπορθέω: вместе разрушать: σ. τινι Φρύγας Eur. помогать кому-л. разорять Фригию.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πορθέω samen (met...) verwoesten, met acc. en dat. iets met iem.