ὑπερφθέγγομαι

From LSJ
Revision as of 14:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφθέγγομαι Medium diacritics: ὑπερφθέγγομαι Low diacritics: υπερφθέγγομαι Capitals: ΥΠΕΡΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperphthéngomai Transliteration B: hyperphthengomai Transliteration C: yperftheggomai Beta Code: u(perfqe/ggomai

English (LSJ)

   A speak louder than, τὰ ἔργα ὑ. τοὺς λόγους Luc. Tox.35; τῷ λόγῳ ὑπερφθέγγονται τὴν ἀλήθειαν they shout down the truth, Gal.8.808, cf. UP8.2; εὐεπείᾳ τὸν Ὅμηρον ὑ. excel Homer therein, Plu.2.396d.

German (Pape)

[Seite 1203] übertönen, überschreien, Plut. u. a. Sp.; bes. übtr., Luc. Tox. 35; S. Emp. pyrrh. 3, 244.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφθέγγομαι: ἀποθ. φθέγγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, καὶ μάλιστα ὅταν τὰ ἔργα ὑπερφθέγγηται τοὺς λόγους Λουκ. Τόξ. 35· ὑπ. εὐεπείᾳ, ὑπερέχω κατὰ τήν..., Πλούτ. 2. 396D.

French (Bailly abrégé)

1 crier ou retentir plus fort que, acc.;
2 prononcer d’une voix sonore, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φθέγγομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», Πλούτ.)
2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερφθέγγομαι: αποθ., ηχώ, ακούγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, τὰ ἔργα ὑπερφθέγγομαι τοὺς λόγους, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφθέγγομαι: 1) громогласно читать, громко декламировать (τοὺς διθυράμβους Plut.);
2) заглушать, (стараться) перекричать, превзойти или затмить (τὸν Ὃμηρον εὐεπείᾳ Plut.; τὰ ἔργα ὑπερφθέγγεται τοὺς λόγους Luc.).

Middle Liddell


Dep. to sound above, τὰ ἔργα ὑπ. τοὺς λόγους Luc.