συγκοιμίζω

From LSJ
Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμίζω Medium diacritics: συγκοιμίζω Low diacritics: συγκοιμίζω Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΙΖΩ
Transliteration A: synkoimízō Transliteration B: synkoimizō Transliteration C: sygkoimizo Beta Code: sugkoimi/zw

English (LSJ)

   A put to bed together, join in wedlock, τινά τινι Ar.Av.1734.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμίζω: κοιμίζω ὁμοῦ, συνδέω διὰ γάμου, νυμφεύω, τινά τινι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1734.

French (Bailly abrégé)

faire coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμίζω.

Greek Monolingual

Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].

Greek Monolingual

Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].

Greek Monotonic

συγκοιμίζω: μέλ. -σω, ενώνω με τα δεσμά του γάμου, παντρεύω, τινά τινι, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κοιμίζω, Att. ook ξυγκοιμίζω samen in bed leggen (met), laten slapen (met), seks.; met acc. en dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκοιμίζω: досл. укладывать на общем ложе, перен. сочетать (τῷ ὑμεναίῳ Arph.).