ἐπικερδαίνω
From LSJ
English (LSJ)
A gain besides, ἐνιαυτὸν τῇ ἀρχῇ Plu.Flam.3.
German (Pape)
[Seite 948] dazu gewinnen, ἐνιαυτὸν ἐπικερδᾶναι τῇ ἀρχῇ Plut. Flamin. 3.
French (Bailly abrégé)
gagner en outre.
Étymologie: ἐπί, κερδαίνω.
Greek Monolingual
ἐπικερδαίνω (Α) κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον, καρπώνομαι περισσότερο.
Greek Monotonic
ἐπικερδαίνω: κερδίζω επιπροσθέτως, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικερδαίνω: досл. (сверх того, также) выигрывать, перен. выгадывать (ἐνιαυτὸν τῇ ἀρχῇ Plut.).