διαδωρέομαι

From LSJ
Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδωρέομαι Medium diacritics: διαδωρέομαι Low diacritics: διαδωρέομαι Capitals: ΔΙΑΔΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadōréomai Transliteration B: diadōreomai Transliteration C: diadoreomai Beta Code: diadwre/omai

English (LSJ)

   A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24.    2 generally, distribute, assign, τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2.

German (Pape)

[Seite 577] als Geschenk austheilen, Xen. Cyr. 3, 3, 6; vgl. Ath. IV, 154 c.

Greek (Liddell-Scott)

διαδωρέομαι: ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) καθόλου, διανέμω, παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
distribuer à titre de présent.
Étymologie: διά, δωρέω.

Spanish (DGE)

distribuir, regalar c. ac. de cosa y dat. de pers. ὅ τι που καλὸν ἴδοι ... ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιοτάτοις X.Cyr.3.3.6, cf. Posidon.68
c. ac. de pers. y εἰς c. ac. (τοὺς στασιώδεις) πλείστους δ' εἰς τὰς ἐπαρχίας διεδωρήσατο I.BI 6.418.

Greek Monotonic

διαδωρέομαι: αποθ., μοιράζω, διανέμω, χαρίζω, δώρο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαδωρέομαι: раздавать в виде подарков, раздаривать (τι τοῖς ἀξιωτάτοις Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δωρέομαι als geschenk uitdelen.