προσκαταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 19:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταλαμβάνω Medium diacritics: προσκαταλαμβάνω Low diacritics: προσκαταλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: proskatalambánō Transliteration B: proskatalambanō Transliteration C: proskatalamvano Beta Code: proskatalamba/nw

English (LSJ)

   A fasten down to a thing, τὰς χεῖρας πρὸς τὸ σῶμα Hp.Art.43:—Pass., [ἔναιμα] ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται are treated with resin, have resin for one ingredient, ib.63.

German (Pape)

[Seite 768] (s. λαμβάνω), noch dazu einnehmen, D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταλαμβάνω: δένω, στερεώνω ἐπί τινος ἢ πρός τι πρᾶγμα, τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταβαλεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ― Παθ., ἔναιμα ῥυτίνῃ προσκαταλαμβανόμενα, ἔχοντα ῥητίνην ὡς μίαν τῶν ὑλῶν τῶν ἀποτελουσῶν αὐτά, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 829. 2) καταλαμβάνω προσέτι, Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 92. 1. Sturz.

Greek Monolingual

Α
1. καταλαμβάνω επί πλέον
2. στερεώνω, δένω κάτι πάνω ή κοντά σε κάτι άλλο («τὰς δὲ χεῑρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταλαβεῑν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
3. παθ. προσκαταλαμβάνομαι
(για συστατικό) περιέχομαι («ἔναιμα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται», Ιπποκρ.)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63.