ἀνορεξία

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορεξία Medium diacritics: ἀνορεξία Low diacritics: ανορεξία Capitals: ΑΝΟΡΕΞΙΑ
Transliteration A: anorexía Transliteration B: anorexia Transliteration C: anoreksia Beta Code: a)noreci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.

Greek Monolingual

και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορεξία: ἡ отсутствие влечений Plat.