ἀντίλυρος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ον,
A responsive to the lyre or like that of the lyre (Sch.), καναχά, of the flute, S.Tr.643.
German (Pape)
[Seite 255] (λύρα), καναχή Soph. Tr. 640, den Tönen der Lyra entsprechend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλῠρος: -ον, (λύρα), ἀλλὰ θείας ἀντίλυρον μούσας «ἀντῳδός, ἰσόλυρος» (Σχόλ.) Σοφ. Τρ. 643.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable à la lyre.
Étymologie: ἀντί, λύρα.
Spanish (DGE)
(ἀντίλῠρος) -ον semejante a (el de) la lira καναχά S.Tr.643.
Greek Monolingual
ἀντίλυρος, -ον (Α)
ο ανταποκρινόμενος στη λύρα, αυτός που εναρμονίζεται με τους ήχους της λύρας.
Greek Monotonic
ἀντίλῠρος: -ον (λύρα), αυτός που αποκρίνεται στη λύρα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίλῠρος: подобный или вторящий звукам лиры (καναχή Soph.).
Middle Liddell
λύρα
responsive to the lyre, Soph.