ἀπλατής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ές,
A without breadth, γραμμή Arist.APr.49b36; μῆκος ἀ., opp. πλάτος ἔχον, Id.Top.143b14: metaph., Gal.7.410; ἀ. ὑγίεια without latitude, i.e. variation, Id.6.28. Adv. -τῶς Iamb.in Nic.p.56P.
German (Pape)
[Seite 292] ές (πλάτος), ohne Breite, Euclid. Luc. Hermot. 74 Arat. 467.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλᾰτής: -ές, ὁ μὴ ἔχων πλάτος, ἄνευ πλάτους, γραμμή Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 41, 4· μῆκος ἀπλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλάτος ἔχον, ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 6, 3. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἰάμβλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans largeur.
Étymologie: ἀ, πλάτος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1sin anchura o superficiede la línea οἱ τὴν γραμμὴν ὁριζόμενοι μῆκος ἀπλατὲς εἶναι Arist.Top.143b12, cf. APr.49b36, Euc.1 Def.2, Hero Def.2, Ph.1.540
•μῆκος ἀ. op. πλάτος ἔχον Arist.Top.143b14, cf. Sch.Arat.p.315.
2 fig. que no es vario, múltiple, ambiguo ὑγιείαν ... ἀπλατῆ τε καὶ μίαν Gal.6.28, cf. 7.410.
II adv. -ῶς sin latitud ἀ. ἐπὶ μόνον τὸ μῆκος πρόεισιν Iambl.in Nic.p.56.
Greek Monolingual
ἀπλατής, -ές (Α) πλάτος
ο δίχως πλάτος, στενός.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλᾰτής: не имеющий ширины, т. е. одного измерения (γραμμή, μῆκος Arst., Plat., Luc.).