ἀποφοιτάω
English (LSJ)
fut. -ήσομαι Thom.Mag.p.7 R.:—
A cease to attend a master, ἀ. παρά τινος, of scholars, Pl.Grg.489d; ἀ. πρός τινα go away to a new master, Din.Fr.6.13: abs., cease to go to school, Lys.Fr.116; also ἀ. τῶν ἐκκλησιῶν Philostr.VS1.17.2, cf. VA7.25, Hld.3.13. 2 desert, abscond, πρός τινα Plu.Lys.4, cf. Aristid.Or.21(22).15; of ships in battle, Procop.Goth.4.23; simply, depart, Dionys.Av.1.11.
German (Pape)
[Seite 335] weggehen, παρά τινος, vom Lehrmeister, Plat. Gorg. 489 d; πρός τινα, zu einem andern Lehrer gehen, Dinarch. frg. bei Suid. v. χρυσοχοεῖν; vgl. Plut. Lys. 4; – auseinander gehen, sich trennen, VLL., auch = sterben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφοιτάω: μέλλ. -ήσομαι Θωμ. Μ. 106: - παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ μεταβαίνω εἰς τὸν διδάσκαλόν μου, δὲν φοιτῶ πλέον εἰς αὐτόν, πραότερόν με προδίδασκε, ἵνα μὴ ἀποφοιτήσω παρά σοῦ, ἐπὶ τῶν φοιτώντων εἰς διδασκάλους, Πλάτ. Γοργ. 489D· οὕτως ἀπ. πρός τινα, ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον διδάσκαλον ἤ τεχνίτην, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χρυσοχοεῖν: ἀπολ., παύομαι τοῦ νὰ φοιτῶ εἰς τὸ σχολεῖον, Λυσ. Παρ’ Εὐστ. 1167. 23: - οὕτω καὶ ἀπ. τῶν ἐκκλησιῶν Φιλόστρ. 504.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
cesser de fréquenter.
Étymologie: ἀπό, φοιτάω.
Spanish (DGE)
1 ref. a la educación dejar de ir a la escuela abs., Lys.Fr.309Th. (p.370)
•c. gen. o rég. de prep. alejarse, distanciarse de un maestro o una doctrina παρὰ σοῦ Pl.Grg.489d, παρ' Αἰσχίνου Din.Fr.6.14, τοῦ χρηστηρίου ὥσπερ σοφιστοῦ διατριβῆς Plu.2.408d, de Aristóteles respecto a Platón, Origenes Cels.2.12 (p.140.31)
•dejar de frecuentar τῶν ἐκκλησιῶν Philostr.VS 505
•fig. τῆς χάριτος Gr.Nyss.Or.Catech.30 (p.113.4), ἀγάπης Cyr.Al.M.71.952B.
2 gener. irse, marcharse abs. de aves, D.P.Au.1.11, de dioses respecto a los hombres, Hld.3.13.1, del alma retenida por el cuerpo, Aristid.Quint.54.4, cf. Mac.Magn.Apocr.4.11 (p.173.4), c. gen. γῆς Philostr.VA 7.25
•desertar de naves, Procop.Goth.4.23.32, cf. Aristid.Or.21.15
•indic. el punto de destino, c. prep. y ac. pasarse a, cambiarse πρὸς τοὺς πλέον διδόντας Plu.Lys.4.
Greek Monotonic
ἀποφοιτάω: παύω να πηγαίνω στο σχολείο και να παρακολουθώ τις παραδόσεις του δασκάλου μου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφοιτάω: 1) переставать общаться (παρά τινος Plat.);
2) переходить, присоединяться (πρὸς τοὺς πλέον διδόντας Plut.).