διηχής

From LSJ
Revision as of 15:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διηχής Medium diacritics: διηχής Low diacritics: διηχής Capitals: ΔΙΗΧΗΣ
Transliteration A: diēchḗs Transliteration B: diēchēs Transliteration C: diichis Beta Code: dihxh/s

English (LSJ)

ές,

   A conducting sound, Ar.Did.Epit.17, Plu.2.721e, Phlp.in de An.353.12, al.    II loud, βρονταί Lyd.Ost.22 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

διηχής: -ές, ὁ διαβιβάζων τὸν ἦχον, Πλούτ. 2. 721Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui retentit, qui résonne.
Étymologie: διηχέω.

Spanish (DGE)

-ές
1 que deja pasar el sonido, conductor del sonido ἡ ... φωνὴ πληγὴ σώματος διηχοῦς Plu.2.721e, cf. Ar.Did.17, Phlp.in de An.353.12, Simp.in de An.139.26
subst. τὸ δ. transmisión del sonido Prisc.Lyd.16.1.
2 sonoro, estentóreo βρονταί Lyd.Ost.22.

Greek Monolingual

διηχής, -ές (Α)
1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο
2. ο πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ηχής < ήχος (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)].

Russian (Dvoretsky)

διηχής: пропускающий звук или звучащий (σῶμα Plut.).