δύσογκος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον,
A overheavy, burdensome, πλοῦτος Plu.Aem.12.
German (Pape)
[Seite 685] lästig, πλοῦτος Plut. Aemil. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δύσογκος: -ον, παραπολὺ βαρύς, ὀχληρός, πλοῦτος Πλούτ. Αἰμιλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très lourd.
Étymologie: δυσ-, ὄγκος.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de transportar, demasiado pesado πλοῦτος Plu.Aem.12.
Greek Monolingual
δύσογκος, -ον (Α)
πάρα πολύ βαρύς.
Greek Monotonic
δύσογκος: -ον, υπερβολικός σε όγκο, φορτικός, ασήκωτος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσογκος: непомерно тяжелый, обременительный (πλοῦτος Plut.).
Middle Liddell
δύσ-ογκος, ον
over heavy, burdensome, Plut.